- επανεγειρω
- ἐπανεγείρωἐπ-ανεγείρωвозбуждать, пробуждать
(τὸ κακόηθες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ κακόηθες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επανεγείρω — ἐπανεγείρω (AM) [εγείρω] ξεσηκώνω, εξερεθίζω («ἐπανεγείρει τό... ἀκόλαστον», Πλούτ.) μσν. αντιμιλώ («πρὸς ἐμέ λόγους ἐπανεγείρεις», Πουλολ.) … Dictionary of Greek
επανέγερσις — ἐπανέγερσις, η (Α) [επανεγείρω] (κατά τον Ησύχ.) «επανάστασις» … Dictionary of Greek